καταξύομαι

καταξύομαι
καταξύ̱ομαι , κατά-ξύω
scratch
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταξύω — (Α) 1. ξύνω πολύ, φθείρω κάτι ξύνοντας 2. χαράζω κάτι 3. (για γραφίδα) γράφω 4. στιλβώνω, γυαλίζω κάτι με την τριβή 5. παθ. καταξύομαι α) (για τη γη) υφίσταμαι διάβρωση β) βλάπτομαι, βασανίζομαι, στενοχωρούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”